- ἔκροια
- ἔκροιαἔκροιαfem nom /voc sg
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
έκροια — ἔκροια, ιων. ἐκροίη, η (Α) βλ. έκρυσις … Dictionary of Greek
ἔκροια — fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκροίας — ἐκροίᾱς , ἔκροια fem acc pl ἐκροίᾱς , ἔκροια fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκροίαις — ἔκροια fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔκροιαι — ἔκροια fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔκροιαν — ἔκροια fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)